εὐμενέστατα

εὐμενέστατα
εὐμενής
well-disposed
adverbial superl
εὐμενής
well-disposed
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Εὐμενέστατα — Εὐμενής well disposed adverbial superl Εὐμενής well disposed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλακτόπουλος, Πέτρος — (Αθήνα 1945 –). Αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης και ολυμπιονίκης. Αναδείχτηκε πρωταθλητής Ελλάδας (1965), Βαλκανίων και Ευρώπης (1972), αλλά οι μεγαλύτερες διακρίσεις του ήταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μεξικού (1968), όπου κέρδισε το χάλκινο… …   Dictionary of Greek

  • Μπισκίνης, Δημήτριος — (Πάτρα 1871 – 1947). Ζωγράφος. Δίδαξε διακοσμητική και προοπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Φιλοτέχνησε πίνακες, που κρίθηκαν ευμενέστατα από τους τεχνοκρίτες της εποχής του. Μετά τον θάνατό του, βραβεύτηκαν στη Διεθνή Φιλοτελική Έκθεση του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”